- Σαμαρείτις
- και Σαμαρῑτις, -ίτιδος, ἡ, ΜΑβλ. Σαμαρείτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαμαρεῖτις — Σαμαρείτης fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Samaritano — ► adjetivo 1 HISTORIA De Samaria, antigua ciudad y región asiáticas palestinas, entre Galilea y Judea. TAMBIÉN samarita ► sustantivo 2 HISTORIA Persona natural de esta antigua ciudad y región. ► adjetivo/ sustantivo 3 RELIGIÓ … Enciclopedia Universal
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
samaritano — samaritano, na (Del lat. bíblico Samaritānus, este del gr. Σαμαρεῖτις, Samaria, y este del arameo šamrāytā, samaritano, dicho de la región). 1. adj. Natural de Samaria. U. t. c. s.) 2. Perteneciente o relativo a esta región de Palestina. 3.… … Diccionario de la lengua española